- ἐπέρνα
- ἐπέρνᾱ , πέρνημιexport for saleimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐπέρνᾱ , περνάωsellimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπέρναν — ἐπέρνᾱν , πέρνημι export for sale imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐπέρνᾱν , περνάω sell imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπέρνᾱν , περνάω sell imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασβολώνω — (AM ἀσβολῶ, όω) [άσβολος] μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά νεοελλ. 1. τυφλώνω 2. κάνω κάποιον να χάσει τη διαύγεια του πνεύματος (πρβλ. αποσβολώνω) 3. (μτχ.) ασβολωμένος α) άτυχος, δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες») β)… … Dictionary of Greek